- προσφέρεσθαι
- προσφέρωbring topres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό … Dictionary of Greek
ευλογητικός — ή, ό και βλογητικός, ιά, ό (Μ εὐλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ιά, ό και βλοητικός, ιά, ό) [ευλογητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία 2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek